|
η мед. пситтакоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пситтакоз? — ψιττακίαση как с (ново)греческого переводится слово ψιττακίαση? — пситтакоз — στομαχικός — εκκοπή — αμετάπειστος — ανταποδίνω — καρτερικότητα — χώλ — αντιμισθία — συλλογιούμαι — ζουζούνα — Αργεντινέζος — τρυφηλότητα — μαρμαρογλυφείο — εύπεπτος — σκατοφάγος — αγροικιστά — εξόδευμα — παστεριωμένος — ουδαμώς — κρυόπλασμα — αμαξοποιία — πολυκερδώς |
|||