|
το (крепостная) стена τά τείχη — городские, крепостные стены; === σινικόν ~ — китайская стена #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стена? — τείχος как с (ново)греческого переводится слово τείχος? — стена — λιχνεύομαι — ηλεκτροπαραγωγικός — υπομοχλεύω — ερημοσπίτης — σμάρι — προαίσθημα — ετεροαιμοθεραπεία — αδελφικότης — σαποονόφουσκα — ρόλος — αλμπινισμός — άληκτος — ανάσσω — βομβαρδίζω — φερετζές — φυματιολογικός — μαγγάνισμα — ομμάτιον — γελοιογράφος — ιρρεδεντισμός — χαριτολόγος |
|||