|
(αόρ. (ε)νύσταξα ) хотеть спать; όλο ~ει — [phrase]его всё время клонит ко сну[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хотеть спать? — νυστάζω как с (ново)греческого переводится слово νυστάζω? — хотеть спать — οστέωμα — αβασκαίνω — αστράγγιχτος — χερόμυλος — δημιουργώ — σωματιστικός — ζυμέλαια — καζάνι — χαραμοφάης — προσάγω — χριστουγεννιάτικος — αγρίως — ταλαντευτικός — τοιχοκόλλημα — υπερρεαλιστικός — δίλεφτος — οροθέσιο — αρρεναγωγείον — βαναδικός — διαρραφή — βαμβακάκι |
|||