|
иметь лёгкую походку; легко идти, шагать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иметь лёгкую походку? — αλαφροπερπατώ как на (ново)греческом будет слово легко идти? — αλαφροπερπατώ как с (ново)греческого переводится слово αλαφροπερπατώ? — иметь лёгкую походку, легко идти — αυγατιστός — άκερκος — αμφίζυγος — εγχειρίζω — λαμπικάρισμα — αλογάκια — κακοπουλω — κουράζομαι — προκατάληψη — νοθογένεια — καρκάντζαλος — αφωνόληκτος — πρωτεξαδέρφισσα — τότενες — επιλέμβιος — αεροπορίνα — άρα — αρπαξιά — αλλοπαθητικά — όμφαξ — ανάλογος |
|||