|
το 1) резное изделие; 2) чеканка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резное изделие? — τόρευμα как на (ново)греческом будет слово чеканка? — τόρευμα как с (ново)греческого переводится слово τόρευμα? — резное изделие, чеканка — γανωτζής — αργυρίτις — προϋπόθεται — εφαρμόζω — αυτοδιορισμός — βρογχίτης — ορατός — κεραμοσκεπής — μερκαντιλισμός — κολιός — κούρεμα — μιλιούμαι — κηπούπολη — εχιδνοειδής — βενζίνα — λασπόλουτρο — παραλογητό — ενθουσιασμός — μονοκόμματος — πασπατευτός — πιδεξιωσύνη |
|||