|
η авиационный полк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово авиационный полк? — σμηναρχία как с (ново)греческого переводится слово σμηναρχία? — авиационный полк — γαργαλιστικός — εφευρέτης — σεξουαλικός — ορθοβουλία — λιποθύμισμα — ραψωδία — ακατάστρωτος — ασώρευτος — ομοφωνώ — μπεκάτσα — αιματοφόρος — ελεεινολογώ — ζητάω — θερμαντήρ — διχρωμία — χονδρύνο — υλομορφισμός — επιχαλικώ — πελαγοδρομώ — ασυμπεθέριαστος — εκπομπή |
|||