Новогреческий словарь
ναρκαλιευτικό
ναρκαλιευτικό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ναρκαλιευτικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συριστός
—
ξυλογραφικός
—
μοναρχία
—
διαβρέχω
—
αντικόβω
—
γενετή
—
γυριστός
—
λαμπρά
—
βαγαπόντικο
—
φουρτούνιασμα
—
μακιαβελλικός
—
σφιχτά
—
διάφορο
—
μικρότητα
—
ευπρεπής
—
μεγαλύτερος
—
περιήλιος
—
κουρμαδιά
—
ιούρτη
—
πρωί
—
πρωτογονισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве