|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ναρκαλιευτικό? — — αυθόρμητα — ατεζάριστος — αψεγάδιαστα — ποντικοκούραδο — αλάθεφτος — αφωνία — ημισκοτεινός — αναλωτικός — τριχοτομώ — σωματοφυλακή — νάρκισσος — αψιλος — Τυροφάγος — ταξιτζής — βιασμένος — αλατένιος — κονδυλοθήκη — ανεμοκυκλαπόδης — ελλαδικός — κύων — στυλιζάρισμα |
|||