|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ναρκαλιευτικό? — — επομένως — τάλας — ωκεανογράφος — σίδερο — χέσιμο — όπτησις — προβιά — απόσταξη — γλυκοβλέπω — τηλεθεατής — θαμνώνας — γογγώ — προσδιοριστικός — άγευστος — σφράγιση — ικανοποιώ — ονοματολογία — πάντα — μήνις — οζονίζω — ασημόσκονη |
|||