|
η цинкография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цинкография? — τσιγκογραφία как с (ново)греческого переводится слово τσιγκογραφία? — цинкография — ήτοι — αιμόστασια — αρχεμός — βεγγαλικός — αλατωρυχείο — δερμονίζω — γαγκάβα — ξεδένω — νοικάτορας — αντεπαναστατώ — περιτρέχω — φαβορί — θρυλούνται — ολοφώτεινος — πλοίαρχος — ασέβαστος — τετράχορος — παίκτης — παρακράτημα — δίχως — καλαθάρα |
|||