Новогреческий словарь
αναστημόμετρο
αναστημόμετρο
το
ростомер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ростомер
? —
αναστημόμετρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναστημόμετρο
? — ростомер
#
(ново)греческий словарь
—
διακονώ
—
πολιτικοποιούμαι
—
αποκεφαλιστής
—
ψευτοπαλικαράς
—
καθεστωτικός
—
χαλκοπλαστικός
—
καρυοειδής
—
κουφιοκεφαλάκισσα
—
κομμώτρια
—
πεσέτα
—
ατμήρης
—
αρπάζω
—
αντίκρημνος
—
έγκειμαι
—
αναγεννησιακός
—
αλυσίδα
—
αυτονομιστής
—
ξενοδόχα
—
δάκτυλο
—
μυασθενικός
—
απροτίμητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве