|
мор. оснащать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оснащать? — εξαρτίζω как с (ново)греческого переводится слово εξαρτίζω? — оснащать — ασυγχρώτιστος — άστικτος — καταβόλεμα — μασσάζ — αναβρασμένος — αραβοσιτοκαλλιέργεια — ψαίλνω — έγκυρος — αδιαχώρητο — υποτροπιάζω — εκκαθαρίζω — ανισομερώς — λεξιλογικός — λιμώττω — πικές — ωτίτιδα — λυσσιατρείο — αλευροπόλεμος — Χερουβίμ — πρεσβύτης — δυσκατανόητος |
|||