Новогреческий словарь
εξάψαλμος
εξάψαλμ|ος
:
ο τούψαλα τόν ~ο — [phrase]я его отчитал как следует[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξάψαλμος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μονοπώλιο
—
σύλαρδος
—
ανίερος
—
πνευματικότητα
—
ξενοφοβικός
—
καταχρηστικά
—
ξεσήκωμα
—
οδοιπορικό
—
μαυρειδερός
—
χαλασμένος
—
ακαπίστρωτος
—
μυογράφος
—
αβασάνιστος
—
ευκλείδειος
—
πιτσιρίκι
—
ανομβρία
—
στοιχείο
—
παλιάνθρωπος
—
περιηγητήτρια
—
μεταμεσημβρινός
—
ποθεινός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве