Новогреческий словарь
δέντρο
δέντρο
το 1)
дерево
;
~ οπωροφόρο — фруктовое дерево
;
καρποφόρα ~α — плодовые деревья
;
~ τών χριστουγέννων или χριστουγεννιάτικο ~ — рождественская ёлка
;
~ γενεαλογικό — родословное дерево
;
2)
дуб
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дерево
? —
δέντρο
как на
(ново)греческом
будет слово
дуб
? —
δέντρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δέντρο
? — дерево, дуб
#
(ново)греческий словарь
—
υπερβολικότητα
—
θρηνητικός
—
θαμπίζω
—
θαλασσόφυτα
—
γλισχρότητα
—
έμμηνα
—
ευερέθιστος
—
αριστεροκρατούμαι
—
αερολογώ
—
ξεφτιλισμένος
—
χανιάτικα
—
νοεμβριανός
—
ποιότητα
—
ψυχοπατέρας
—
εγκλωβίζω
—
σωματοποιούμαι
—
σιτοκαλλιεργητής
—
πτεροφυία
—
ξυέμαι
—
κοκαΐνη
—
απογιομίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве