|
το 1) дерево; ~ οπωροφόρο — фруктовое дерево; καρποφόρα ~α — плодовые деревья; ~ τών χριστουγέννων или χριστουγεννιάτικο ~ — рождественская ёлка; ~ γενεαλογικό — родословное дерево; 2) дуб #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дерево? — δέντρο как на (ново)греческом будет слово дуб? — δέντρο как с (ново)греческого переводится слово δέντρο? — дерево, дуб — σουρτούκω — στέγη — αντίστυλο — δυσπρόφερτος — αυτοβοήθεια — αυτοερωτεύομαι — ισοζυγισμός — χρηστότητα — ημιανοιγμένος — αντενέργεια — ανεξεταστέος — δούλεψη — πολύπλευρο — ύγρανση — μηλομαρμελάδα — ακαβούρντιστος — πλαστικός — προγραμματιστή — ξεθάμπωμα — αναστεναγμός — ξαναφορμάρω |
|||