|
(αόρ. περιέρρανα) обрызгивать вокруг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обрызгивать вокруг? — περιρραίνω как с (ново)греческого переводится слово περιρραίνω? — обрызгивать вокруг — οξειδώνω — σκουριασμένος — ευλογιοκομείον — ορώ — δαμασκωτός — αναμοιομορφία — χελώνα — — μόρον — σύμφωνα — ικανοποιημένος — συναισθηματικός — δακτυλάκι — αυτοκινητισμός — πακεταρισμένος — βιομηχανία — λασπότοπος — εξαπατητικός — δεινοπάθηση — οροθετώ — θερμοηλεκτρικός |
|||