|
η буксировка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово буксировка? — εφολκή как с (ново)греческого переводится слово εφολκή? — буксировка — γούσα — μισοανοικτός — άρρητος — ορφανισμός — νηρηίδα — φαγεί — θέσμιος — πρασινογάλαζος — άλυπος — πλάτανος — αφυπνίζω — κοιμητήριο — μπόλικος — μύρρα — απτάλης — διούρηση — ατζαμίδισσα — αναρπάζω — αστροναύτης — Βουλγαρία — καλαθάκι |
|||