ασφαλίζομαι

формы словаβ
ασφαλίζομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ασφαλίζομαι? —


στενόμακροςανέμισμόςγραφικότητααυτοεγκωμιοσμόςπαιδαγώγησηδιαγώγιονφτερομαδώβόσκησηφουμάδαρόφημααντίπροχθεςδιάνυσμαατραξιόναντιστικτικάχουμανισμόςκαιροσκοπώφαυλοκρατίαόρκοςαπηλλαγμένοςδιατοιχισμόςοικοδιδάσκαλος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit