|
η паровой молот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово паровой молот? — ατμόσφυρα как с (ново)греческого переводится слово ατμόσφυρα? — паровой молот — ισορροπία — επαληθευτικός — αλλόγλωσσος — ξάδερφος — επιστρατεύω — κότσια — φτηνοπράματα — διχάλι — μοιρολάτρης — αγγειοδιασταλτικό — αξιοσύνη — παλαίστρα — αγρανάπαυση — μονόδραμα — δομικός — γυνή — επίμετρο — γαλακτοτρέφω — μαστιχόδεντρο — συνθιασώτης — ενωρίς |
|||