|
кочевой, бродячий; διάγω ~ό βίο — вести бродячую жизнь, кочевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кочевой? — νομαδικός как на (ново)греческом будет слово бродячий? — νομαδικός как с (ново)греческого переводится слово νομαδικός? — кочевой, бродячий — καταπιέστρια — απίσχνανση — αναφλογέας — αφιλόδοξος — διαρρηκτός — δικαιοκρίτης — ερεθίζομαι — χωνευτήρι — εκρίθη — εβδομηκονταετής — κουπέ — ανατολίστρια — ευκολομίλητος — βέρος — αιματοσπερμία — καπιταλάκι — καταστατό — ακτινολόγος — πρόσκρουση — διακόνημα — απομακρύνω |
|||