|
(-ότος) знающий, сведущий; οι ειδότες — знатоки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знающий? — ειδώς как на (ново)греческом будет слово сведущий? — ειδώς как с (ново)греческого переводится слово ειδώς? — знающий, сведущий — λαρυγγολογία — εκφυλιστικός — επάξιος — χαλυβόχρους — προτρεπτικός — αστερέωτος — οστρεοκομείο — αυγοφάγος — λιθοδιάλυσις — όντας — διοικούμαι — σκαλιστής — φορβιά — βολιδωτός — ολεσήνωρ — εσμός — τελεολογικός — δαίδαλος — ομφαλίτις — κοροϊδευτικός — καλαίσθητος |
|||