χρονόμετρο

формы словаβ
χρονόμετρο
το 1) хронометр;
2) муз. метроном



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово хронометр? — χρονόμετρο
как на (ново)греческом будет слово метроном? — χρονόμετρο
как с (ново)греческого переводится слово χρονόμετρο? — хронометр, метроном


αμαστίγωτοςευθυντήραςέκταχτοςαντίρρησιςόταντορευτήςσάπισμαπασσαλόκτιστοςηλεκτροκόλλησηαλγερινόςκαταπιεστήςδεκατετράκιςκασκαβάλιπρομηθευτήςσπορικόσταμάτημαάναυλααρχοντικόςαφίππευσηεπιθυμητικόςευκτός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit