|
το 1) хронометр; 2) муз. метроном #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хронометр? — χρονόμετρο как на (ново)греческом будет слово метроном? — χρονόμετρο как с (ново)греческого переводится слово χρονόμετρο? — хронометр, метроном — αμαστίγωτος — ευθυντήρας — έκταχτος — αντίρρησις — όταν — τορευτής — σάπισμα — πασσαλόκτιστος — ηλεκτροκόλληση — αλγερινός — καταπιεστής — δεκατετράκις — κασκαβάλι — προμηθευτής — σπορικό — σταμάτημα — άναυλα — αρχοντικός — αφίππευση — επιθυμητικός — ευκτός |
|||