νούλλα

формы словаβ
νούλλα
η (чаще перен.) нуль;
          ως γιατρός είναι μιά ~ — [phrase]как врач он ничего не стоит[/phrase];

===
          ~ η ~ τάφαγε ούλα — погов. [phrase]потихоньку-полегоньку он всё промотал[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово нуль? — νούλλα
как с (ново)греческого переводится слово νούλλα? — нуль


ανθύπατοςσπειροχαίτηασιγούρευτοςελαιοτριβείοκαταλυτικόςνυχτώνομαιπαλαιοανθρωπολογίαχειραγώγησηηλεκτροακουστικόςκατώφλιχορδοποιείοσερέτικοςναυπηγικόςεπιδομήχορτόσουπαπεδουκλώνωαλληλασφάλειαπασσαλόπηγμαελευθεροπρεπήςταχυσφυγμίαήλος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit