Новогреческий словарь
νούλλα
νούλλα
η (чаще перен.)
нуль
;
ως γιατρός είναι μιά ~ — [phrase]как врач он ничего не стоит[/phrase]
;
===
~ η ~ τάφαγε ούλα — погов. [phrase]потихоньку-полегоньку он всё промотал[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нуль
? —
νούλλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
νούλλα
? — нуль
#
(ново)греческий словарь
—
ζώνομαι
—
τρολές
—
κύβευμα
—
φρύττω
—
αινώ
—
προεσκεμμένος
—
υπεροσμία
—
σκυλοδόντης
—
διπλοχαιρετίζω
—
φουμάρισμα
—
κοτσάρω
—
ανθυπορύσσω
—
σατιρικός
—
παγγερμανιστικός
—
λαοθάλασσα
—
αδρόμαλλος
—
περιποιητικός
—
αθεάτριστος
—
μαρξιστικο-λενινιστικός
—
μπακάλικος
—
εμφρακτήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве