|
ο кладовщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кладовщик? — αποθηκάριος как с (ново)греческого переводится слово αποθηκάριος? — кладовщик — φεμινιστής — εστιάδα — διαντίδραση — στρατοκράτης — φρικίασις — χηλόποδα — αμφιδεξιότητα — πετηνός — ανασυρτά — τηλεμετρικός — αμπελόεις — βραχέα — ώδε — ποδαρικό — θρηνωδώ — θρακιάς — σκοτειδιάζω — στιχοποιία — αμούχλιαστος — δίγνωμος — μεριδιάνα |
|||