Новогреческий словарь
ευκάλυπτος
ευκάλυπτ|ος
ο
эвкалипт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эвкалипт
? —
ευκάλυπτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευκάλυπτος
? — эвкалипт
#
(ново)греческий словарь
—
αποσαφήνιση
—
ολοκάθαρος
—
καταμηνύω
—
δημοιρεσία
—
αρθρίτιδα
—
οδόφραγμα
—
εκδικητικός
—
γκρεμνά
—
αριστοκρατισμός
—
ανοσφρησία
—
τουρκεύω
—
διατρέχω
—
νυχτοπερπατώ
—
ορθώνομαι
—
αγγάστρωτη
—
πενταετηρίδα
—
ξεφύσημα
—
αχυροκέφαλος
—
διαμείβω
—
δισμύριοι
—
ανατρέφω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве