|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κουζινάκι? — — ξαίνιο — γλυφίδα — κοινοπραγία — σαμουρόγουνα — προγονή — γδικιέμαι — αναδρομή — όλβιος — Ισλανδή — ψόα — μορφώνω — κλεφτότοπος — ελελίφασκος — ξαντήριο — αχτιδοβόλος — ψωμάδαινα — άρρην — ολάρφανος — μακρύς — υδροχλώριο — εκναύλωση |
|||