|
ο мор. параван #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово параван? — παραπλωτήρ как с (ново)греческого переводится слово παραπλωτήρ? — параван — αγγειοδιαστολή — μοχθηρότητα — ακαδημαϊκότης — καταπόντιση — ξεκινάω — ακατάπαυστος — λεπτόσωμος — χοή — χάρος — ανεμομίκτης — τουπέ — ασφαλισμένος — χαλκόχρους — ιατρεία — δοντάρα — δραγασιά — πτυχωσιγενής — αποσκληρύνομαι — κατηφορικός — δρυς — τάππωμα |
|||