Новогреческий словарь
μεθυλένιο
μεθυλένιο
το хим.
метилен
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
метилен
? —
μεθυλένιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεθυλένιο
? — метилен
#
(ново)греческий словарь
—
αριστίνδην
—
ιστορικά
—
λαιμά
—
ψωμοπάτης
—
ευθεία
—
τσιγαράδικο
—
καρρολόγος
—
διαλογισμός
—
μεγαλόπρεπος
—
μαρασμώδης
—
αρχινίζω
—
επηρμένος
—
μεροδέντρι
—
τρίαρχος
—
επαργίλλωσις
—
απάβγουλο
—
κεράτια
—
αχαιρέτητος
—
θεληματικά
—
αμετασκεύαστος
—
πρασόφυλλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве