|
ο 1) перешеек; 2) анат. канал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перешеек? — ισθμός как на (ново)греческом будет слово канал? — ισθμός как с (ново)греческого переводится слово ισθμός? — перешеек, канал — πύελος — αμλετικός — ἐλευθερῶ — διαφορά — ξημερώνομαι — έθαψα — ηλεκτρομετολλουργία — επιπλέκω — ισόθερμος — παλαιό- — υπομειδιώ — θολώνω — εργαλειοθήκη — αξαντος — γυαλικό — πατριδογνωσία — υπνωτιστικός — κοκκορόμυαλος — πλήθος — κωλάντερο — δίγαμος |
|||