|
η декоратор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово декоратор? — διακοσμήτρια как с (ново)греческого переводится слово διακοσμήτρια? — декоратор — λιγόυπνος — μετζάστρα — αγναντινός — ακάιον — ασυνοίκιστος — ρακί — συνθετήριο — αξυρισία — αλογίστως — άσφακτος — εξαναγκάζω — αρμεχτής — πανδαιμόνιο — κοκκάρι — ψαίλνω — φιαλωτός — αργυρόβουλο — μυταρού — βακτηριοθεραπεία — ελαιακόνη — πάγκαλος |
|||