|
ο филос. монизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монизм? — μονισμός как с (ново)греческого переводится слово μονισμός? — монизм — επιθετικότητα — αλεύκαστος — ευχαρίστως — πτωχός — χρυσοχέρης — οργώ — ζήν — επτάτονος — υδρογεωλογικός — αλλόδοξος — αγνωστικιστικός — τοποτηρητής — αντιμιλιταρισμός — δηλητήριο — ποτήρι — δυσκοινώνητος — ψυχοκρατία — μυρμηγκικός — ηρώο — πλεονεκτώ — καλέ |
|||