Новогреческий словарь
νεκρώνομαι
νεκρώνομαι
прям., перен.
омертветь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
омертветь
? —
νεκρώνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
νεκρώνομαι
? — омертветь
#
(ново)греческий словарь
—
αξόμπλιαστος
—
αστητος
—
ανεμοκάμηλο
—
εναντιοφρονώ
—
συγκεκριμένα
—
αλταϊκός
—
συναισθηματικότητα
—
τσικρίκι
—
συνάρτηση
—
κατασκεπαστός
—
αρτίζω
—
όρσε!
—
ενδοκαρδίτις
—
παραπαίδι
—
μανκάρω
—
καλόπιοτος
—
ανόθευτος
—
εισήγαγα
—
μπουλτόγκ
—
φούτ-μπώλ
—
Ιλλυριός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω