Новогреческий словарь
μικρόδους
μικρόδους
(-οντος) ο, η
тот(__,__) кто имеет мелкие зубы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тот, кто имеет мелкие зубы
? —
μικρόδους
как с
(ново)греческого
переводится слово
μικρόδους
? — тот, кто имеет мелкие зубы
#
(ново)греческий словарь
—
λύπη
—
δοκιμαστής
—
ορθοβουλία
—
γηράζω
—
στατήρας
—
καρδιακός
—
δρύς
—
ρέμπελος
—
αναυτολόγητος
—
ερετικόν
—
κουτάλα
—
ημίθραυστος
—
παραπλωτήρ
—
θαλασσοπνίξιμο
—
κωμικοτραγικός
—
υπνοβατικός
—
ιχθυάλευρα
—
στραβάδι
—
ψαροκόκκαλο
—
ασέλιδος
—
μεσανός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,