|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δυϊστικός? — — ακρατής — κατάρραχο — σπονδυλωτός — εγκαυστική — ατουφέκιστος — βλεφαρίζω — επιθετικός — ισραηλίτης — ερωτολογώ — άθυμος — κατώγειο — στοιχείο — παγοπληξία — τέλι — έρευξη — λαρδί — νομισματολογία — αζευγάριστος — κυπαρισσέλαιον — οινοποιήσιμος — αριοστάλαχτος |
|||