|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αιωρίζομαι? — — φόρτιση — χρυσίο — συμβαδίζω — καπνέμπορος — φυρώ — κοπίδι — χαρακτικός — πρίσμα — τυχοθήρας — χαμηλά — προαγωγικός — αμνησικακώ — ξένον — αναλειωτός — προθέρμανση — κριθάρι — μπροστέλλα — αεραγωγός — μυθιστοριογράφος — αξεσκόλιστος — χειροτέχνημα |
|||