|
прямой; είναι ~ άνθρωπος — прямой человек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прямой? — ντρίτος как с (ново)греческого переводится слово ντρίτος? — прямой — αλεξίφλογο — μπλάστρης — στειλιάρι — αντιπροτείνω — αποδείπνι — δεντρόψειρα — νυστεριά — ωφελιμότητα — απρόφερτος — διεγέρτρια — σαγήνευση — κερδομανής — καταφρόνηση — θρομβεκτομή — δεματάκι — μωρόπιστος — μεροδούλι — ακριβαγαπώ — τάπα — ανασβολιάζω — κυψέλη |
|||