|
арестовывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арестовывать? — προσωποκρατώ как с (ново)греческого переводится слово προσωποκρατώ? — арестовывать — Κορεάτισσα — παράθλαση — τόνωση — καμώματα — ρόπτρο — λιπώδης — συνονόματος — επίνοια — κακοτοπιά — άπετρος — αγαντάρω — παχύρρευστος — κότσυφας — άπηκτος — αχρειόγλωσσος — ερυθρινος — αεριόμετρο — ανθοστήλη — μπουζουκίστας — εμβρυοκτόνος — διάσελα |
|||