|
το метро, метрополитен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метро? — μετρό как на (ново)греческом будет слово метрополитен? — μετρό как с (ново)греческого переводится слово μετρό? — метро, метрополитен — γλυκομουρμούρισμα — χαρτόδεση — πλάτυνση — διέρρηξα — βιταμίνες — καρκινογένεση — φροκαλώ — λιάσιμο — πλαστικός — αποψυκτήριο — εξαποστολή — συγύριο — Ξάνθη — κοκκινάδι — ραμφοφόρος — πυργί — ελασματουργός — απαράλλαχτα — ανεξάλειπτα — ύδρος — υδρογονοβόμβα |
|||