|
η цепь; цепочка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цепь? — άλυσος как на (ново)греческом будет слово цепочка? — άλυσος как с (ново)греческого переводится слово άλυσος? — цепь, цепочка — πέρκα — σχετίζομαι — αποσχάζω — δίφορος — σεμνά — μανέλλα — εκκοπή — ερημονήσι — βλωμός — αντικανονικός — δύω — δυνητικός — ηλεκτρόλυτος — υπερχρονισμός — ταχυκαρδία — σιδερός — πρόσκομμα — δευτε — μάντις — αψυχιά — πολυτεχνείο |
|||