Новогреческий словарь
ερωτηματικό
ερωτηματικό
το грам.
вопросительный знак
;
αύτη η γυναίκα είναι ενα μεγάλο ~ — [phrase]эта женщина - загадка[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вопросительный знак
? —
ερωτηματικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
ερωτηματικό
? — вопросительный знак
#
(ново)греческий словарь
—
καραβόπανο
—
βραστό
—
ταριχεύομαι
—
αντίδι
—
σγουροκέφαλος
—
σοβαντίζω
—
ξακουσμένος
—
πρόσρησις
—
δυάρι
—
μυδόσουπα
—
σύλληψη
—
νεομπαρόκ
—
ξυλοκάρφι
—
κλειστοφοβία
—
βιωσιμότητα
—
κουφιοκεφαλάκιας
—
διέκθλιψις
—
ανθελμινθικός
—
ζυγοστάθμησις
—
γαργάλι
—
ακουρμάζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве