|
щипаться, щипать друг друга; === ~ήθηκε — [phrase]он влюбился[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щипаться? — τσιμπιέμαι как на (ново)греческом будет слово щипать друг друга? — τσιμπιέμαι как с (ново)греческого переводится слово τσιμπιέμαι? — щипаться, щипать друг друга — κάλπισσα — ενταφιασμός — ατομιστής — αγροληπτικός — ποταμόψαρο — έρμα — αγώγιμος — αυγοτέμπερα — πουλερικά — επανεκλέγω — γηρατείον — ιουδαϊκός — γυφτοφάσουλα — μουσικοκριτικός — ειδώς — εμβολή — γήλιος — ανταπαίτηση — παλιομοδίτικος — ουτοπισμός — ρακέττα |
|||