|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συμπαθητικά? — — συγκάηκα — φοράδα — θηλασμός — σβαρνίζω — αδεκάτιστος — βιβλιογράφος — μνησικακία — στανικώς — ποραμελώ — μεσόστυλο — μετρίασμα — ἀκάϊον — φιλικότητα — αγουρέλαιον — αντικατοπτρικός — ανομοιομερώς — εννεάμερα — ακαταφρόνητος — άπλαστος — αρχοντάνθρωπος — καλαίσθητα |
|||