Новогреческий словарь
ευαπόδεικτος
ευαπόδεικτ|ος
легко доказуемый
;
~ ενοχή — легко доказуемая вина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
легко доказуемый
? —
ευαπόδεικτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευαπόδεικτος
? — легко доказуемый
#
(ново)греческий словарь
—
παρεκβατικός
—
αφεντάδικος
—
ενοικιαστήριο
—
πεισματάρης
—
σκοπευτήριο
—
καριοφίλι
—
ηφαιστειακός
—
ανωχύρωτος
—
πτηνό
—
ακατάγγελτος
—
αποβλακωτικός
—
παλάτι
—
θυμωσιάρης
—
εκταμα
—
νησί
—
εφτάδιπλος
—
φεβρουαριανός
—
σηκός
—
εκτελεστικός
—
πολυκομματισμός
—
ιουλιανός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве