|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θρησκοληψία? — — απολεπισμένος — Ελασσόνα — θαυμαστά — δεκάτεμα — σύχλιος — αφαιρέσιμος — Αυγούστα — αναφλεγμαίνω — ανακούρκουδα — ποικιλομορφία — ανεξουσίαστος — λαφοκέρατος — ντελβές — λευκάντρια — επιπρόσθετος — κατάθεση — εξαστισμός — γυμνασιόπαιδο — δράμα — παλιοπατσαβούρα — κοσμοπολίτικος |
|||