|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Φερενίκη? — — ουρητικός — Αράβισσα — σκάω — αποβαρβάρωση — παντελής — σιχαμένος — αποχαυνωμένος — κιούρτος — ανάτρεχα — χείλωμα — μελισσομάντρι — αγαλματένιος — συρματόπλεγμα — σκατιά — ενθουσιοσμός — νικέλωμα — ψήλος — παίδευμα — κεραμοποιός — μπούφος — σημείωμα |
|||