|
η полоса (участок пахотной зелии); μιά ~ τόπο — за один раз засеянный участок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полоса? — σποριά как с (ново)греческого переводится слово σποριά? — полоса — αυτοθέλητος — παλινδρόμηση — κουζινιέρης — εννεάκις — αντίχειρος — διαστροφέας — γυρισιά — ξεθάφτω — ανέκαθεν — επίχυση — πενταδάκτυλος — λυπομανία — επιστήθιος — σφυγμικός — ιχθυοπωροπώλης — έκθυσις — συκώτι — πλιατσικολογημένος — Μαροκινή — προανάκριση — ακαταλληλία |
|||