|
η физиол. менструация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово менструация? — μηνόρροια как с (ново)греческого переводится слово μηνόρροια? — менструация — κηπευτικός — μπουφές — καστανότοπος — αποβαίνω — ταχυρόλο — πεταλοειδής — αδιύλιστος — φωτοχρωμοτυπογραφία — προϋποθέτω — καλολέω — νανοσωματιδια — αψινθώνω — εργοτίνη — αρρητίνωτος — εθνοποίηση — ευσώματος — επαινοθήρας — αποστοματικού — βαθύσφαιρα — βερεσέδια — ξομολογάω |
|||