|
η церк. 1) титул экзарха; 2) экзархат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово титул экзарха? — εξαρχία как на (ново)греческом будет слово экзархат? — εξαρχία как с (ново)греческого переводится слово εξαρχία? — титул экзарха, экзархат — αγριοκόριτσο — ρινοπλαστία — εμπειρογνώμων — λυτρωτικός — λιθανθρακωρύχος — βοσκός — άπατρις — αυτουργός — φουγάρο — επτάτομος — καταβαίνω — αποκτηνωμένος — χωριατοπούλα — μπεχλιβάνης — δεκαπενταέτης — δρεβενίτσα — κακογαμημένος — ηλεκτροφωτισμός — υπογειάρα — μεμπτός — ξεχαημένος |
|||