|
ходить по канату #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ходить по канату? — σχοινοβατώ как с (ново)греческого переводится слово σχοινοβατώ? — ходить по канату — δεματαριά — αεροναυτιλιακός — ακατασκεύαστος — νεοφιλελευθερισμός — τριζόνι — χορταίνω — ξεκλώσσημα — κουλτούρα — κατάμεσα — πιστάγκωνα — τευτλοπαραγωγός — αγουρογεράζω — αβούητος — προφυλακτικό — πεσιμιστικώς — λιθοτόμος — ανταγωνιστής — γαλούχημα — σπιθαμιαίος — αναψήφιση — προμηθεύομαι |
|||