|
(-εως) η мед. гидронефроз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гидронефроз? — υδρονέφρωση как с (ново)греческого переводится слово υδρονέφρωση? — гидронефроз — κοπιάρισμα — λουροδένω — οροθεσία — επίπαστος — άρα-κατάρα — συμπολεμιστής — φανοφόρος — κρησάρισμα — κομπογιαννίτικος — αποτιμητής — θυελλώδικος — αεροπλάνο — ξυλάλευρο — χαλκωρυχείο — σλαυόφιλος — ποτοποιός — διαμορφωτής — καταπραϋντικός — γκέγκας — ξεφρενιασμένος — διαπράττομαι |
|||