|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακοντίζω? — — εισκόμιση — δωρητήριο — δίτομος — απρονοησία — διερμηνεύω — εύδηλος — λεχρίτισσα — κηπάκι — οπτιμιστικός — απηλογή — πέτσα — όρυξη — αυλητική — ξίκι — κυριολεκτικός — ναζιστικός — παλιομπεκρού — αμιλλώμαι — προσεδαφίζομαι — χαρίζω — δρώμενο |
|||