|
η дуб (один из видов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дуб? — γρανίτσα как с (ново)греческого переводится слово γρανίτσα? — дуб — θεόστραβος — απροπόνητος — δεκατριάκις — κυβερνοχώρος — ορολόγιο — χιονοβόλος — πεντηκονθήμερος — φυλλοβολή — καραβάκι — μαρκαρίζω — μαλτόζη — απαυδίζω — θώκος — βλακόμετρο — δίυγρος — στύση — αχλάδι — ομόχρονος — βροχήσιος — χέρσωση — ψηλαφίζω |
|||