|
нерассмотренный (о судебном деле) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нерассмотренный? — ανεκδίκαστος как с (ново)греческого переводится слово ανεκδίκαστος? — нерассмотренный — οχιά — πεντηκονταετηρίδα — μινιμαλιστικός — δίπλα — ξεκουτιάρα — ανταποκριτής — αγγελούδι — ξεστραβώνω — αχλαδίτης — καλοπερνώ — αυλάρχης — ζωοθεϊσμός — ψιμμυθιωμένος — σηπτικότητα — σύννοια — τσίμπος — διατράνωσις — ψυχανώμαλος — χονδρική — λεχρίτισσα — μυστικό |
|||